κοχλιουλκός

κοχλιουλκός
ο гаечный ключ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοχλιουλκός" в других словарях:

  • κοχλιουλκός — ο εργαλείο για την εξαγωγή κοχλιών από το εσωτερικό οπής, κν. ξεβιδωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + ουλκός (< ελκός < ἕλκω), πρβλ. κηρ ουλκός, πολφ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • καλυκουλκός — ο η καλυκάγρα* [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ ουλκός, κοχλιουλκός] …   Dictionary of Greek

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»